- ἠλέα
- ἠλέᾱ , ἐλεάωimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠλεά — ἠλεός distraught neut nom/voc/acc pl ἠλεά̱ , ἠλεός distraught fem nom/voc/acc dual ἠλεά̱ , ἠλεός distraught fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek